Εδώ Δημοκρατία, Εδώ Δημοκρατία…
Με το αιφνιδιαστικό διάταγμα διακοπής λειτουργίας της ΕΡΤ και μαζικών απολύσεων 2654 εργαζομένων η κυβέρνηση στην πραγματικότητα εξέπληξε μόνο όσους αρνούνται να δουν τις επιβεβλημένες πραγματικότητες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το διάταγμα αυτό έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά σειρά ενεργειών της που εν καιρώ καπιταλιστικής κρίσης ολοκληρώνεται στο υπάρχον αυταρχικό καθεστώς – η Βουλή διακοσμητική χωρίς να αποφασίζει για τίποτα, 4 επιστρατεύσεις, 19 πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (δηλαδή αποφασίζομεν και διατάσσομεν). Έρχεται επίσης να προστεθεί στην πολιτική που δεν διστάζει να καταστρέφει καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες (φόροι, χαράτσια, περικοπές, κατασχέσεις, απολύσεις), να πετά ως άχρηστους στη χωματερή της ανεργίας το 58% των νέων (με την ανεργία να φτάνει στο 27,4%[1] να απαξιώνει και να αποδομεί τη δημόσια υγεία και παιδεία, να εκκενώνει ελεύθερους κοινωνικούς χώρους με στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις, να επιφυλάσσει βασανιστήρια στα κάτεργα της ΓΑΔΑ σε όποιον τολμά να σηκώσει κεφάλι, να καταστέλλει κινηματικά μέσα ενημέρωσης, και να παραμποδίζει -ακόμα και να απαγορεύει- κάθε προσπάθεια αυτο-οργάνωσης και αλληλεγγύης των πολιτών (κοινωνικά ιατρεία, χαριστικά παζάρια, συλλογικές κουζίνες κλπ.), σφραγίζοντας οποιοαδήποτε πόρτα διεξόδου από το αποπνυκτικό σκοτάδι που τους έχει βυθίσει – πολιτική που καταλήγει εν τέλει στην απόλυτη ταύτιση των θέσεων του υπερσυντηρητικού, αυτοπροσδιοριζόμενου ως φιλελεύθερου, κόμματος με αυτές του ναζιστικού, αυτοπροσδιοριζόμενου ως εθνικιστικού, μορφώματος.
Η βασική διαφορά με το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι η έκταση της έντασης που προκάλεσε το μαύρο της οθόνης και τα παράσιτα του ραδιοφώνου στις συχνότητες των κρατικών μέσων. Η διαφορά είναι πως σήμερα η συστημική τρομοκρατία δεν στρέφεται μόνο ενάντια στους κατοίκους της Χαλκιδικής, ούτε μόνο ενάντια στους αναρχικούς/ελευθεριακούς/αριστερούς των καταλήψεων. Στρέφεται εναντίον όλων. Δεν χτυπά μόνο τον οικοδόμο στην Αλεξανδρούπολη, ούτε μόνο τη δασκάλα στα Γιάννενα, αλλά χτυπά πλέον, με τον ίδιο κυνικό τρόπο, πρόσωπα που καθημερινά, καλώς ή κακώς, φιλοξενούνταν δια της τηλεοράσεως στα σπίτια της πλειοψηφίας των πολιτών. Σε μια κοινωνία που στο μεγαλύτερο μέρος της αναγνωρίζει κάτι ως είδηση «αφού το πει η τηλεόραση», το δράμα του τεχνικού της ΕΡΤ αποκτά αναγκαστικά μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι το πιθανώς μεγαλύτερο δράμα του αγνώστου της διπλανής πόρτας.
Ας μη γελιόμαστε όμως. Δεν είναι όλοι οι άγνωστοι της διπλανής πόρτας ίδιοι (όπως ούτε και όλοι οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ). Για παράδειγμα αυτός που υποβαθμίζει τις απολύσεις των εργαζόμενων επειδή «υπάρχουν ήδη ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι», στην πραγματικότητα γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του όλους τους άνεργους συνολικά και δεν αφιέρωσε ποτέ ούτε μισό λεπτάκι απ’ το χρόνο του, ούτε λίγη απ’ την ενέργεια του, ώστε να σταθεί έμπρακτα αλληλέγγυος σε οποιονδήποτε. Ως αλληλεγγύη αντιλαμβάνεται στην καλύτερη περίπτωση τη φιλανθρωπία που καρπώνεται ή με αλαζονικό οίκτο προσφέρει κι όχι το να ματώσουμε ο ένας για τον άλλον ενωμένοι απέναντι σε ό,τι και όποιον μας καταπιέζει. Εκείνος που διαμαρτύρεται για το «τετράευρο της ΕΡΤ κάθε μήνα» πάσχει από επιλεκτική αμνησία . Προτιμά να ξεχνάει πως το 49,5 % περίπου των δαπανών της ΕΡΤ τροφοδοτούσαν τη μισθοδοσία 36 υψηλόμισθων στελεχών, ενώ το 50,5 % προοριζόταν για να καλύψει τις πάσης φύσεως ανάγκες επιβίωσης των υπόλοιπων εργαζομένων με μέσο όρο αμοιβής τα 880 ευρώ [2]. Κάνει πως δεν γνωρίζει για τα πενήντα ευρώ κάθε μήνα που πληρώνει εμμέσως για τα ιδιωτικά κανάλια μέσω των εισφορών που δεν καταβάλλουν ποτέ (20% επί των διαφημίσεων θεσμοθετημένο αλλά ουδέποτε καταβεβλημένο) ενώ χρησιμοποιούν χωρίς αντίτιμο το δημόσιο αγαθό των ραδιοσυχνοτήτων. Σφυρίζει αδιάφορα μπρος στους «μεταρρυθμιστές» που διόγκωσαν το πελατειακό Κράτος, κάνοντας δωράκια φοροαπαλλαγών στους εφοπλιστές, στο Άγιο Όρος, και στους «φιλάνθρωπους» κροίσους, ενώ συνεχίζει να στηρίζει αυτούς που τσουβάλιασαν ως τεμπέληδες τους εργαζόμενους με τα διορισμένα κουμπαράκια «ειδικών θέσεων», τα οποία φυσικά ακόμη χρυσοπληρώνουν. Είναι σχεδόν βέβαιο όμως πως δυσανασχέτησε με τις απεργίες που τάχα «έδιωξαν τους τουρίστες» (17 εκατομμύρια αναμένονται φέτος, 5-6 παραπάνω από πέρσι παρότι ήταν μια χρονιά με μεγάλo αριθμό απεργιών) , για τους μετανάστες που «έπιασαν όλα τα παγκάκια» (λες και οι περισσότεροι «γηγενείς» αφήνουν την τηλεοπτική τους θαλπωρή για να βγουν στην πλατεία), για την ελεύθερη κατασκήνωση (λες και οι παραλίες δεν είναι δημόσιος χώρος) και για καθετί ενοχλητικά “διαφορετικό” από την κανονικότητα της νόρμας: δουλειά-κατανάλωση-ύπνος.
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν δεχόμαστε το Κράτος ως εισπράκτορα και διαχειριστή του μόχθου μας. Όχι όμως για λόγους «εκδίκησης» απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους ή επειδή πιστεύουμε σε κάποιον «παράδεισο της αυτορυθμιζόμενης αγοράς» (άλλωστε το πρώτο θα μας έκανε αμέσως μικρόψυχους, το δεύτερο ηλίθιους). Αλλά διότι για μας το Κράτος είναι ο εγγυητής της ασφάλειας των προνομιούχων, ένας μηχανισμός συγκέντρωσης και προστασίας των πολιτικών/οικονομικών εξουσιών που μοιράζονται σε μια κλειστή κάστα. Ανεξαρτήτως διαχειριστή, είναι αυτό που θα μας τσακίσει με τα ΜΑΤ σε περίπτωση που διεκδικήσουμε το δίκαιο, αυτό που θα συντηρήσει ή/και θα εντείνει την εχθρικότητα με γειτονικούς λαούς ώστε ν΄ανανεώνει συνεχώς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, αυτό που μας υπόσχεται συνεχώς τη βία μέσω των νόμων, αλλά και του Συντάγματος, στη διαμμόρφωση των οποίων δεν μας δόθηκε ποτέ κανένα δικαίωμα και δυνατότητα συμμετοχής. Γι΄αυτό και δεν υπερασπιζόμαστε την ΕΡΤ ως ένα κρατικό μέσο, αλλά ως ένα εν δυνάμει δημόσιο, κοινωνικοποιημένο μέσο, το οποίο η κυβέρνηση επέλεξε να τσαλαπατήσει, αποκαλύπτοντας το πραγματικό της πρόσωπο, αυτό του λύκου, μπροστά και στην τελευταία ανυποψίαστη κοκκινοσκουφίτσα.
Η κυβέρνηση πετά για μια ακόμη φορά -και πλέον πανηγυρικά- στον κάλαθο των αχρήστων τον δημοκρατικό της μανδύα, φανερώνοντας απροκάλυπτα στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας τις προθέσεις, τις προτεραιότητες και τις αξίες της. Κι αν κάτι ακόμη κρύβει εντέχνως, αυτό είναι τα όριά της, το μέχρι ποιό σημείο μπορεί να φτάσει ώστε να υλοποιήσει τις πολιτικές της επιλογές και να ικανοποιήσει τα μικροκομματικά της συμφέροντα και τις δεσμεύσεις της απέναντι στα ντόπια και ξένα αφεντικά της. Η επικοινωνιακή πολιτική του Αντώνη Σαμαρά (ενός ακροδεξιού ηγέτη με ακροδεξιά ιστορία, που, όσο κι αν παριστάνει άκομψα και κωμικά τον Πρωθυπουργό μιας «δημοκρατικής χώρας», δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί, αρκεί να δει κανείς ποιοί είναι οι στενοί συνεργάτες του: οι πιο λαομίσητοι και επικίνδυνοι άνθρωποι που θα μπορούσε να βρει κανείς στο κόμμα της Δεξιάς: Φ.Κρανιδιώτης, Ν. Δένδιας, Α, Γεωργιάδης, Μ.Βορίδης κλπ.) είναι ξεκάθαρη: θέλει να πείσει πως «οι ιδέες του κυριαρχούν» και άρα κάθε αντίδραση στην υλοποίησή τους προέρχεται από περιθωριακές ομάδες, συντεχνίες και «βολεμένους». Σε αναλογία του αναρχικού συνθήματος «το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι», ο Σαμαράς επιδιώκει να προβάλλει το «δίκιο των κυβερνώντων» σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που ευελπιστεί πως θα νομιμοποιήσει κάθε πολιτική του επιλογή -ακόμη και ακραία ή φαινομενικά παράλογη- εξουδετερώνοντας τις κοινωνικές αντιστάσεις. Βέβαια, αποφεύγει να αναφερθεί στις ίδιες τις ιδέες ή τις μεθόδους που επιστρατεύει για την «κυριαρχία», περιοριζόμενος σε κωμικοτραγικές τηλεπαραστάσεις κατά τις οποίες εμπορεύεται νταηλίκι και πατριωτισμό υπό τις οπαδικές ιαχές των εθελόδουλων (βρες μου μια θέση στην Πυροσβεστική κι εμένα μπάρμπα) ΔΑΠιτών.
Οι μαύρες οθόνες αποτελούν το τέλος της φλυαρίας περί δημοκρατίας και θεσμών, αλλά και τον επιθανάτιο ρόγχο της θεωρίας των δύο άκρων. Πώς θα μπορέσει άλλωστε να επικαλεστεί τη δημοκρατία αυτός που λαμβάνει και εκτελεί αποφάσεις τεράστιας σημασίας απλώς με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου αγνοώντας το συνταγματικά αρμόδιο νομοθετικό όργανο, τη Βουλή, πόσω μάλλον όταν απαξιώνει την ίδια την κοινωνία στης οποίας το όνομα δήθεν λειτουργεί; Πώς θα κινδυνολογήσει και πάλι βασιζόμενος στην τεχνητή θεωρία των δύο άκρων, όταν ταυτίζεται και στηρίζεται εμπράκτως από τους ναζί της Χρυσής Αυγής και τον Καρατζαφέρη, δημιουργώντας στην ουσία ένα και μόνο άκρο: αυτό των υπερασπιστών του απολυταρχισμού, την αναμενόμενη συμμαχία των εκδικητικών, των χαιρέκακων, των μισάνθρωπων, των ατομιστών, των αιμοχαρών;
Ο κοινοβουλευτισμός παίζει τα ρέστα του
Μετά από μερικές μέρες τηλεοπτικών τσαμπουκάδων, χάριν του θεάματος, τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης κατάφεραν τελικά να βγουν από το δήθεν αδιέξοδο, καθώς οι «ανυποχώρητοι» Βενιζέλος και Κουβέλης τελικά υποχώρησαν, και ο «αποφασισμένος» Σαμαράς ενέδωσε στις πιέσεις για περιορισμένη λειτουργία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων έως την ίδρυση του νέου φορέα. Έτσι, το κυβερνητικό Τρίο Στούτζες κατάφερε να ικανοποιήσει την εκλογική του πελατεία, ο καθένας με διαφορετικό βέβαια τρόπο, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ επιδόθηκαν σ’ έναν ανταγωνισμό καπελώματος των πολιτών που στέκονται αλληλέγγυοι με την παρουσία τους στα κτίρια της ΕΡΤ σε όλη τη χώρα. Από την άλλη, η Χρυσή Αυγή επιδόθηκε σ’ αυτό που ξέρει να κάνει καλά: στην ολοφάνερη στήριξη της κυβέρνησης με τους γνωστούς της τακτικισμούς του «ναι μεν, αλλά» που ελπίζει πως θα αποκρύψουν την βαθιά συστημικότητα της τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές.
Ενώ λοιπόν, αρχικά, η Νέα Δημοκρατία φαινόταν πως επιθυμεί είτε την άμεση προσφυγή στις κάλπες είτε την εμπέδωση της κυριαρχίας της στον κυβερνητικό συνασπισμό, φαίνεται πως η πίεση α) από ένα μέρος της κοινωνίας, β) τους δανειστές (βλέπε άρθρο New York Times για πάγωμα δόσεων [3]), γ) από τον διεθνή τύπο (δεκάδες εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί, δίκτυο EBU [4]), δ) από την εγχώρια οικονομική ελίτ (βλέπε αρθρογραφία μεγάλων ιδιωτικών μέσων), την οδήγησαν σε μια προσωρινή συμβιβαστική λύση μεταξύ των τριών, την οποία διευκόλυνε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας [5] για κατάργηση της ΕΡΤ, απόλυση των εργαζομένων, αλλά «συνέχιση της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και λειτουργία διαδικτυακών μέσων από δημόσιο φορέα για το χρονικό διάστημα έως τη σύσταση και λειτουργία του νέου φορέα» (απόφαση για την οποία δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τους πανηγυρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ).
Το βέβαιο είναι πως (και) αυτή η κυβέρνηση θα είναι βραχύβια, αφού σύντομα θα ζητήσει τη «νωπή λαϊκή εντολή», ώστε ν’ αντιμετωπίσει επικοινωνιακά (μέσω της τεχνητής ασυμφωνίας των πολιτικών κατευθύνσεων ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) τη νέα «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που θα δημιουργηθεί (όπως έχουμε ήδη αναλύσει στο κείμενο «Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα, μια επικαιροποίηση στο φως των νέων εξελίξεων» [6]). Ήδη, άλλωστε, σχηματοποιούνται οι νέες συμμαχίες στον κοινοβουλευτικό χάρτη, με τη Νέα Δημοκρατία να κινείται ολοένα και εντονότερα προς τη Χρυσή Αυγή και τη δεύτερη να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ψευδεπίγραφη εικόνα της «αντισυστημικής» δύναμης, πριν καταλήξει στην κυβερνητική συνεργασία με το ακροδεξιό συνοθύλευμα Νέας Δημοκρατίας, (στην πραγματικότητα πρώην) ΛΑ.ΟΣ.
Από την άλλη, η Αριστερά αποδεικνύεται (για μια ακόμη φορά) ανίκανη να διαχειριστεί την ιστορική ευκαιρία που της παρουσιάζεται, κάνοντας μια στροφή προς τη συντήρηση, αντί να ριζοσπαστικοποιείται. Επιδιώκοντας να διευρύνει το εκλογικό του πελατολόγιο ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να προτιμά την αφάλεια της αντιγραφής παλιών δοκιμασμένων συνταγών, και συγκεκριμένα του νεκρού ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 90, αντί να έχει το θάρρος να στραφεί προς αυτό που γεννιέται στην κοινωνία. Ακολουθώντας την πάγια τακτική του καπελώματος των κοινωνικών αγώνων, της «νομιμοφροσύνης» και της υπακοής στην κομματική (εκ των άνωθεν προσδιορισμένη) γραμμή και τις επιταγές της κοινωνίας του θεάματος, η Αριστερά σήμερα, του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου, κατάντησε ένα brand name, κενό περιεχομένου, μέρος ενός κόσμου που οι κοινωνίες αφήνουν σιγά σιγά οριστικά πίσω τους. (Ενδεικτικά, καθώς μοιράζα φυλλάδια σχετικά με το νερό ως δημόσιο αγαθό, μια ηλικιωμένη κυρία μου είπε θυμωμένη: «δεν ήρθαμε εδώ για τα κομματικά σας», θεωρώντας πως ανήκω σε κάποιο κόμμα. Αυτό, οι στελεχάρες των κομμάτων, δεν το αντιλαμβάνονται).
Όσο κοιτάμε προς τα πάνω μόνο σκοτάδι βλέπουμε. Φρούδες ελπίδες, ματαιώσεις, ξεθωριασμένους ηγετίσκους, (παρα)πολιτική του σαλονιού, των πάνελ και των εκλογικών μπαλκονιών. Είναι συνειδητή, λοιπόν, η επιλογή μας να κοιτάξουμε προς τα κάτω και στην περίπτωση της ΕΡΤ. Όχι στις διοικήσεις της, ούτε στις φίρμες που παρελαύνουν στα παράθυρα της, αλλά στους εργαζόμενους, στους πολίτες που επιθυμούν να συνδράμουν, σ’αυτούς που οραματίζονται κοινωνικά μέσα ενημέρωσης, στους μόνους φορείς δημιουργίας.
ΕΡΤ_Η προοπτική της δημόσιας τηλεόρασης
Καθώς ένα απο τα βασικά χαρακτηριστικά της τηλεόρασης σαν μέσου είναι ο διαχωρισμός του πομπού απ’ τον δέκτη, και η ενισχυμένη εξουσία του πρώτου εις βάρος του δεύτερου, είτε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε οριστικά κάθε χρήση του μέσου, είτε να επιδιώξουμε την όσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχή του μέχρι πρότινος δέκτη σε ό,τι προβάλλει ο πομπός. Είναι ίσως η πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες που βρισκόμαστε μπροστά σε μια υπέροχη ευκαιρία κατάληψης και κοινωνικοποίησης ενός τόσο μεγάλου κρατικού μηχανισμού. Η ΕΡΤ αυτή τη στιγμή βρίσκεται περισσότερο από ποτέ στα χέρια των εργαζομένων και μακριά απ’ αυτά των υπουργών και των διοικητικών εντολοδόχων που διορίζουν κάθε τόσο [7]. Φυσικά, δεν είμαστε βέβαιοι αν πράγματι οι εργαζόμενοι έχουν –και για πόσο- τη διάθεση να προχωρήσουν σ’ ένα τόσο σημαντικό βήμα. Ξέρουμε πως δεν έχουν πια τίποτε να χάσουν, τουλάχιστον οι περισσότεροι-ες εξ’ αυτών. Επίσης, δεν είμαστε βέβαιοι αν το κίνημα έχει τη διάθεση να συμμετάσχει σε μια κατάσταση τόσο συγκρουσιακή με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και ποιές θα είναι οι αντοχές του, με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας να βρίσκεται σε χρόνια πολιτική νάρκωση. Ξέρουμε πως θα έπρεπε να το έχει κάνει εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που θα προσπαθήσουμε να δούμε είναι αν όντως αξίζει τον κόπο, θέτοντας παράλληλα κάποιες ενδεικτικές προτάσεις.
Καταρχάς, τι ακριβώς σημαίνει κοινωνικοποίηση και αυτοδιαχείριση ενός δημόσιου μέσου επικοινωνίας; Τίποτε λιγότερο από πλήρη ανεξαρτητοποίηση, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, κατάργηση κάθε ιεραρχικής σχέσης και αποδέσμευση από σχέσεις εξάρτησης με το Κράτος, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και κάθε λογής κεφαλαιούχο που επιθυμεί να διαφημίσει τα προϊόντα του, υλικά ή άυλα. Πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί; Ως γνωστόν, μέχρι πριν μια εβδομάδα η ΕΡΤ χρηματοδοτούνταν από τους φορολογούμενους μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ και από τις διαφημιζόμενες εταιρίες. Τα έξοδα της, με την υπερκοστολόγηση, της παχυλές αμοιβές διαφόρων, και τις αδικαιολόγητες σπατάλες ξεπερνούσαν κατά πολύ τις πραγματικές οικονομικές ανάγκες για την ομαλή της λειτουργία. Εφόσον, λοιπόν, η ελληνική κοινωνία πράγματι επιθυμεί ένα ολοδικό της βήμα, θα πρέπει και να το στηρίξει χρηματοδοτώντας το, με ελεύθερη συνεισφορά. Για το κόστος λειτουργίας ενός τόσο μεγάλου οργανισμού, φυσικά, και την αναπροσαρμογή των εξόδων οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ θα μπορούσαν να καταθέσουν πολύ περισσότερες προτάσεις και διεξόδους. Μια απλή σκέψη όμως είναι η εξής: αν 3 εκατομμύρια πολίτες συνέχιζαν ν’ αποδίδουν τέσσερα ευρώ το μήνα στην ΕΡΤ, τότε 12 εκατομμύρια ευρώ κάθε μήνα θα ήταν μάλλον αρκετά ώστε ν΄αποφευχθεί κάθε υποχώρηση προς τον κόσμο του μάρκετινγκ και της προώθησης του καταναλωτισμού. Ποιός θα παίρνει τις αποφάσεις; Εφόσον υπάρχει η προοπτική της αυτοδιαχείρισης, τότε οι ήσσονος σημασίας αποφάσεις για τη λειτουργία της μπορούν να λαμβάνονται από τις συνελεύσεις των εργαζομένων, και οι μείζονος σημασίας (αφού το μέσο ανήκει σε όλους) σε ανοιχτές συνελεύσεις με τη δυνατότητα συμμετοχής μέσω διαδικτύου που θα θέτουν προτάσεις προς διαδικτυακή ψηφοφορία (ώστε να μην περιορίζεται η συμμετοχή μόνο στη φυσική παρουσία που δεν είναι εφικτή για όλους-ες).
Ποιοί θα έχουν το δικαίωμα του λόγου στο δημόσιο μέσο; Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δεδομένη την ελευθερία του λόγου, αναγνωρίζοντας παράλληλα σε μια ελίτ «διάσημων» την αποκλειστικότητα στην εκφορά του δημόσιου λόγου που απευθύνεται στις μάζες. Οι κατασκευασμένες περσόνες, που συνήθως προέρχονται απ’ το χώρο του κοινοβουλίου, του αθλητισμού, του πολιτισμού, της νομικής επιστήμης, αποτελούν συνήθως τις προσκεκλημένες αυθεντίες των τηλεπαραθύρων, άνθρωποι που τις περισσότερες φορές δεν έχουν τίποτε να πουν. Αυτοί μιλούν εξ ονόματος της κοινής γνώμης, σχηματίζοντας την κοινή γνώμη, ακριβώς επειδή έχουν επιλεχθεί για να επιτελέσουν αυτόν το ρόλο. Χιλιοειδωμένες φάτσες που αναπαράγουν χιλιοειπωμένες αρλούμπες εισβάλλουν καθημερινά στη ζωή των παθητικών δεκτών, αιμοδοτώντας την μισοπεθαμένη κυρίαρχη κουλτούρα της ηλιθιότητας που μας περικυκλώνει. Η λειτουργία αυτή είναι απολύτως φυσιολογική για ένα κρατικό μέσο, που λειτουργεί σαν μηχανισμός διαιώνισης της κρατικής κυριαρχίας. Για ένα δημόσιο/κοινωνικό όμως; Γιατί η γνώμη του Άδωνι και της συζύγου του είναι περισσότερο σημαντική από την άποψη του δασκάλου, της σερβιτόρας, του επιπλοποιού, της νοσοκόμας, του τεχνικού υπολογιστών, του κτηνοτρόφου, της φοιτήτριας; Βασικό χαρακτηριστικό ενός δημόσιου μέσου είναι η ελεύθερη συμμετοχή σε αυτό, να είναι δηλαδή βήμα της κοινωνίας στο σύνολό της και όχι, κατ’ αντιστοιχία των ιδιωτικών συμφερόντων μέσων, βήμα μιας κλειστής σέχτας μαϊντανών. Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό; Μέσω της ελεύθερης δήλωσης συμμετοχής στις εκάστοτε θεματικές ή μη εκπομπές, και της επιλογής των προσώπων μέσω κλήρωσης.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η ερευνητική δημοσιογραφία που, στις μέρες της κυριαρχίας του διαδικτύου εις βάρος των άλλων μέσων, είναι ο τομέας στον οποίο τα τηλεοπτικά και έντυπα ενημερωτικά δίκτυα ολόκληρου του πλανήτη ρίχνουν μεγάλη βαρύτητα ώστε να προτάξουν -κατά το δυνατόν- την ποιότητα απέναντι στην ποσότητα της μπλογκόσφαιρας. Ποιός λοιπόν μπορεί ν’ αποφασίζει για τα θέματα τα οποία θα ερευνούν οι εργαζόμενοι ενός δημόσιου μέσου, αν όχι οι ίδιοι οι πολίτες στους οποίους απευθύνονται; Θα μπορούσε κάλλιστα να διεξάγεται μια ηλεκτρονική ψηφοφορία πχ κάθε μήνα, η οποία θα θέτει στην κρίση των ενδιαφερόμενων πολιτών τα ζητήματα αυτά που θα απασχολήσουν τις έρευνες των δημοσιογράφων. Μάλιστα, σε ανάλογο φόρουμ, οι πολίτες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην έρευνα προσθέτοντας πληροφορίες, απόψεις, οπτικοακουστικό υλικό, μειώνοντας το κόστος και τον δαπανούμενο χρόνο και αυξάνοντας παράλληλα τις πηγές και την αξιοπιστία των ερευνών.
Πώς θα μπορούσαν να μειωθούν τα έξοδα χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα; Καθώς το βασικό (υποκριτικό) επιχείρημα της κυβέρνησης εναντίον της λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι το οικονομικό της κόστος, αναρωτιόμαστε: γιατί η ΕΡΤ δαπανά εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο ώστε να προβάλλει αθλητικούς αγώνες ανώνυμων εταιριών; Kαθώς στόχος του δημοσίου μέσου δεν είναι η κερδοσκοπία, αλλά η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε τι ακριβώς προσφέρει η παρουσίαση του εταιρικού ανταγωνισμού, πέρα από αρκετά εκατομμύρια ευρώ στις τσέπες απατεώνων; Στη θέση του, φυσικά, θα μπορούσαν να προβληθούν αθλητικές εκδηλώσεις κάθε είδους, των εκατοντάδων ερασιτεχνικών σωματείων σε ολόκληρη τη χώρα.
Μια ακόμη πιθανότητα συμμετοχής των πολιτών στο πρόγραμμα της δημόσιας τηλεόρασης είναι το παιδικό πρόγραμμα, το οποίο έχουμε συνηθίσει να δημιουργείται από ενήλικες με αποδέκτες τα παιδιά. Θεωρεί κανείς πως τα παιδιά, με απλή βοήθεια των ενηλίκων, δεν θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν τη φαντασία, την ενέργεια, τον αυθορμητισμό, τα όνειρα τους μέσω ενός δημόσιου μέσου; Πιστεύει κανείς πως ένα διαθεματικό project διάρκειας ενός έτους με στόχο την παραγωγή μιας μόνο τηλεοπτικής εκπομπής για κάθε σχολικό τμήμα δεν θ’ αποτελούσε μέσο ανάπτυξης των κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων των παιδιών, παράλληλα με το ισχυρό κίνητρο που θα έδινε η δημόσια προβολή του έργου τους;
Όλα τα παραπάνω είναι ασφαλώς απλά πρώτες σκέψεις, αποτελούν όμως μια ένδειξη πως η προοπτική του αγώνα για την κοινωνικοποίηση της ΕΡΤ δεν θα ήταν ούτε μάταιος, ούτε βέβαια εύκολος. Αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες που ήδη συναντούν οι απολυμένοι εργαζόμενοι και, στεκόμενοι αλληλέγγυοι, τους καλούμε σ’ έναν αγώνα για νίκη όχι απλά εργατική, αλλά ουσιαστικά επαναστατική. Οι κάθε λογής πολιτικάντηδες δίνουν και θα συνεχίσουν να δίνουν έναν αγώνα για την πάρτη τους, για τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα, για τ΄αφεντικά τους. Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη νύχτα των άλλων;
[1]ΕΛ.ΣΤΑΤ, πρώτο τρίμηνο 2013 http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0101/PressReleases/A0101_SJO01_DT_QQ_01_2013_01_F_GR.pdf
[2]Εφημερίδα των Συντακτών,ΕΡΤ: τα 10 «παραμύθια» μιας μετέωρης κυβέρνησης http://www.efsyn.gr/?p=61005
[3]New York Times, Greek Leaders to Meet in Effort to Save Government http://www.nytimes.com/2013/06/17/world/europe/greek-leaders-to-meet-in-effort-to-save-government.html?_r=0
[4]Guardian, ERT shutdown: EBU urges EU leader to overturn Greek government decision http://www.guardian.co.uk/media/2013/jun/13/ert-shutdown-ebu-urges-eu-overturn?INTCMP=SRCH
[5]Aπόφαση ΣτΕ http://news.in.gr/files/1/2013/06/17/steert.pdfhttp://news.in.gr/files/1/2013/06/17/steert.pdf
[6] eagainst.com, Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα http://eagainst.com/articles/austerity_measures_updated/ )
[7]athens.indymedia.org, Φάκελος «οι διορισμοί του Σαμαρά στην ΕΡΤ» https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1477056
[8] Χέρμπερτ Μαρκούζε, “Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος”, 1964
Συνδιαμόρφωση κειμένου από: Efor, Ian Delta, AngelV,John Kaps
Πηγή: Eagainst.com
Με το αιφνιδιαστικό διάταγμα διακοπής λειτουργίας της ΕΡΤ και μαζικών απολύσεων 2654 εργαζομένων η κυβέρνηση στην πραγματικότητα εξέπληξε μόνο όσους αρνούνται να δουν τις επιβεβλημένες πραγματικότητες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το διάταγμα αυτό έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά σειρά ενεργειών της που εν καιρώ καπιταλιστικής κρίσης ολοκληρώνεται στο υπάρχον αυταρχικό καθεστώς – η Βουλή διακοσμητική χωρίς να αποφασίζει για τίποτα, 4 επιστρατεύσεις, 19 πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (δηλαδή αποφασίζομεν και διατάσσομεν). Έρχεται επίσης να προστεθεί στην πολιτική που δεν διστάζει να καταστρέφει καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες (φόροι, χαράτσια, περικοπές, κατασχέσεις, απολύσεις), να πετά ως άχρηστους στη χωματερή της ανεργίας το 58% των νέων (με την ανεργία να φτάνει στο 27,4%[1] να απαξιώνει και να αποδομεί τη δημόσια υγεία και παιδεία, να εκκενώνει ελεύθερους κοινωνικούς χώρους με στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις, να επιφυλάσσει βασανιστήρια στα κάτεργα της ΓΑΔΑ σε όποιον τολμά να σηκώσει κεφάλι, να καταστέλλει κινηματικά μέσα ενημέρωσης, και να παραμποδίζει -ακόμα και να απαγορεύει- κάθε προσπάθεια αυτο-οργάνωσης και αλληλεγγύης των πολιτών (κοινωνικά ιατρεία, χαριστικά παζάρια, συλλογικές κουζίνες κλπ.), σφραγίζοντας οποιοαδήποτε πόρτα διεξόδου από το αποπνυκτικό σκοτάδι που τους έχει βυθίσει – πολιτική που καταλήγει εν τέλει στην απόλυτη ταύτιση των θέσεων του υπερσυντηρητικού, αυτοπροσδιοριζόμενου ως φιλελεύθερου, κόμματος με αυτές του ναζιστικού, αυτοπροσδιοριζόμενου ως εθνικιστικού, μορφώματος.
Η βασική διαφορά με το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι η έκταση της έντασης που προκάλεσε το μαύρο της οθόνης και τα παράσιτα του ραδιοφώνου στις συχνότητες των κρατικών μέσων. Η διαφορά είναι πως σήμερα η συστημική τρομοκρατία δεν στρέφεται μόνο ενάντια στους κατοίκους της Χαλκιδικής, ούτε μόνο ενάντια στους αναρχικούς/ελευθεριακούς/αριστερούς των καταλήψεων. Στρέφεται εναντίον όλων. Δεν χτυπά μόνο τον οικοδόμο στην Αλεξανδρούπολη, ούτε μόνο τη δασκάλα στα Γιάννενα, αλλά χτυπά πλέον, με τον ίδιο κυνικό τρόπο, πρόσωπα που καθημερινά, καλώς ή κακώς, φιλοξενούνταν δια της τηλεοράσεως στα σπίτια της πλειοψηφίας των πολιτών. Σε μια κοινωνία που στο μεγαλύτερο μέρος της αναγνωρίζει κάτι ως είδηση «αφού το πει η τηλεόραση», το δράμα του τεχνικού της ΕΡΤ αποκτά αναγκαστικά μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι το πιθανώς μεγαλύτερο δράμα του αγνώστου της διπλανής πόρτας.
Ας μη γελιόμαστε όμως. Δεν είναι όλοι οι άγνωστοι της διπλανής πόρτας ίδιοι (όπως ούτε και όλοι οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ). Για παράδειγμα αυτός που υποβαθμίζει τις απολύσεις των εργαζόμενων επειδή «υπάρχουν ήδη ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι», στην πραγματικότητα γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του όλους τους άνεργους συνολικά και δεν αφιέρωσε ποτέ ούτε μισό λεπτάκι απ’ το χρόνο του, ούτε λίγη απ’ την ενέργεια του, ώστε να σταθεί έμπρακτα αλληλέγγυος σε οποιονδήποτε. Ως αλληλεγγύη αντιλαμβάνεται στην καλύτερη περίπτωση τη φιλανθρωπία που καρπώνεται ή με αλαζονικό οίκτο προσφέρει κι όχι το να ματώσουμε ο ένας για τον άλλον ενωμένοι απέναντι σε ό,τι και όποιον μας καταπιέζει. Εκείνος που διαμαρτύρεται για το «τετράευρο της ΕΡΤ κάθε μήνα» πάσχει από επιλεκτική αμνησία . Προτιμά να ξεχνάει πως το 49,5 % περίπου των δαπανών της ΕΡΤ τροφοδοτούσαν τη μισθοδοσία 36 υψηλόμισθων στελεχών, ενώ το 50,5 % προοριζόταν για να καλύψει τις πάσης φύσεως ανάγκες επιβίωσης των υπόλοιπων εργαζομένων με μέσο όρο αμοιβής τα 880 ευρώ [2]. Κάνει πως δεν γνωρίζει για τα πενήντα ευρώ κάθε μήνα που πληρώνει εμμέσως για τα ιδιωτικά κανάλια μέσω των εισφορών που δεν καταβάλλουν ποτέ (20% επί των διαφημίσεων θεσμοθετημένο αλλά ουδέποτε καταβεβλημένο) ενώ χρησιμοποιούν χωρίς αντίτιμο το δημόσιο αγαθό των ραδιοσυχνοτήτων. Σφυρίζει αδιάφορα μπρος στους «μεταρρυθμιστές» που διόγκωσαν το πελατειακό Κράτος, κάνοντας δωράκια φοροαπαλλαγών στους εφοπλιστές, στο Άγιο Όρος, και στους «φιλάνθρωπους» κροίσους, ενώ συνεχίζει να στηρίζει αυτούς που τσουβάλιασαν ως τεμπέληδες τους εργαζόμενους με τα διορισμένα κουμπαράκια «ειδικών θέσεων», τα οποία φυσικά ακόμη χρυσοπληρώνουν. Είναι σχεδόν βέβαιο όμως πως δυσανασχέτησε με τις απεργίες που τάχα «έδιωξαν τους τουρίστες» (17 εκατομμύρια αναμένονται φέτος, 5-6 παραπάνω από πέρσι παρότι ήταν μια χρονιά με μεγάλo αριθμό απεργιών) , για τους μετανάστες που «έπιασαν όλα τα παγκάκια» (λες και οι περισσότεροι «γηγενείς» αφήνουν την τηλεοπτική τους θαλπωρή για να βγουν στην πλατεία), για την ελεύθερη κατασκήνωση (λες και οι παραλίες δεν είναι δημόσιος χώρος) και για καθετί ενοχλητικά “διαφορετικό” από την κανονικότητα της νόρμας: δουλειά-κατανάλωση-ύπνος.
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν δεχόμαστε το Κράτος ως εισπράκτορα και διαχειριστή του μόχθου μας. Όχι όμως για λόγους «εκδίκησης» απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους ή επειδή πιστεύουμε σε κάποιον «παράδεισο της αυτορυθμιζόμενης αγοράς» (άλλωστε το πρώτο θα μας έκανε αμέσως μικρόψυχους, το δεύτερο ηλίθιους). Αλλά διότι για μας το Κράτος είναι ο εγγυητής της ασφάλειας των προνομιούχων, ένας μηχανισμός συγκέντρωσης και προστασίας των πολιτικών/οικονομικών εξουσιών που μοιράζονται σε μια κλειστή κάστα. Ανεξαρτήτως διαχειριστή, είναι αυτό που θα μας τσακίσει με τα ΜΑΤ σε περίπτωση που διεκδικήσουμε το δίκαιο, αυτό που θα συντηρήσει ή/και θα εντείνει την εχθρικότητα με γειτονικούς λαούς ώστε ν΄ανανεώνει συνεχώς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, αυτό που μας υπόσχεται συνεχώς τη βία μέσω των νόμων, αλλά και του Συντάγματος, στη διαμμόρφωση των οποίων δεν μας δόθηκε ποτέ κανένα δικαίωμα και δυνατότητα συμμετοχής. Γι΄αυτό και δεν υπερασπιζόμαστε την ΕΡΤ ως ένα κρατικό μέσο, αλλά ως ένα εν δυνάμει δημόσιο, κοινωνικοποιημένο μέσο, το οποίο η κυβέρνηση επέλεξε να τσαλαπατήσει, αποκαλύπτοντας το πραγματικό της πρόσωπο, αυτό του λύκου, μπροστά και στην τελευταία ανυποψίαστη κοκκινοσκουφίτσα.
Η κυβέρνηση πετά για μια ακόμη φορά -και πλέον πανηγυρικά- στον κάλαθο των αχρήστων τον δημοκρατικό της μανδύα, φανερώνοντας απροκάλυπτα στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας τις προθέσεις, τις προτεραιότητες και τις αξίες της. Κι αν κάτι ακόμη κρύβει εντέχνως, αυτό είναι τα όριά της, το μέχρι ποιό σημείο μπορεί να φτάσει ώστε να υλοποιήσει τις πολιτικές της επιλογές και να ικανοποιήσει τα μικροκομματικά της συμφέροντα και τις δεσμεύσεις της απέναντι στα ντόπια και ξένα αφεντικά της. Η επικοινωνιακή πολιτική του Αντώνη Σαμαρά (ενός ακροδεξιού ηγέτη με ακροδεξιά ιστορία, που, όσο κι αν παριστάνει άκομψα και κωμικά τον Πρωθυπουργό μιας «δημοκρατικής χώρας», δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί, αρκεί να δει κανείς ποιοί είναι οι στενοί συνεργάτες του: οι πιο λαομίσητοι και επικίνδυνοι άνθρωποι που θα μπορούσε να βρει κανείς στο κόμμα της Δεξιάς: Φ.Κρανιδιώτης, Ν. Δένδιας, Α, Γεωργιάδης, Μ.Βορίδης κλπ.) είναι ξεκάθαρη: θέλει να πείσει πως «οι ιδέες του κυριαρχούν» και άρα κάθε αντίδραση στην υλοποίησή τους προέρχεται από περιθωριακές ομάδες, συντεχνίες και «βολεμένους». Σε αναλογία του αναρχικού συνθήματος «το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι», ο Σαμαράς επιδιώκει να προβάλλει το «δίκιο των κυβερνώντων» σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που ευελπιστεί πως θα νομιμοποιήσει κάθε πολιτική του επιλογή -ακόμη και ακραία ή φαινομενικά παράλογη- εξουδετερώνοντας τις κοινωνικές αντιστάσεις. Βέβαια, αποφεύγει να αναφερθεί στις ίδιες τις ιδέες ή τις μεθόδους που επιστρατεύει για την «κυριαρχία», περιοριζόμενος σε κωμικοτραγικές τηλεπαραστάσεις κατά τις οποίες εμπορεύεται νταηλίκι και πατριωτισμό υπό τις οπαδικές ιαχές των εθελόδουλων (βρες μου μια θέση στην Πυροσβεστική κι εμένα μπάρμπα) ΔΑΠιτών.
Οι μαύρες οθόνες αποτελούν το τέλος της φλυαρίας περί δημοκρατίας και θεσμών, αλλά και τον επιθανάτιο ρόγχο της θεωρίας των δύο άκρων. Πώς θα μπορέσει άλλωστε να επικαλεστεί τη δημοκρατία αυτός που λαμβάνει και εκτελεί αποφάσεις τεράστιας σημασίας απλώς με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου αγνοώντας το συνταγματικά αρμόδιο νομοθετικό όργανο, τη Βουλή, πόσω μάλλον όταν απαξιώνει την ίδια την κοινωνία στης οποίας το όνομα δήθεν λειτουργεί; Πώς θα κινδυνολογήσει και πάλι βασιζόμενος στην τεχνητή θεωρία των δύο άκρων, όταν ταυτίζεται και στηρίζεται εμπράκτως από τους ναζί της Χρυσής Αυγής και τον Καρατζαφέρη, δημιουργώντας στην ουσία ένα και μόνο άκρο: αυτό των υπερασπιστών του απολυταρχισμού, την αναμενόμενη συμμαχία των εκδικητικών, των χαιρέκακων, των μισάνθρωπων, των ατομιστών, των αιμοχαρών;
Ο κοινοβουλευτισμός παίζει τα ρέστα του
Μετά από μερικές μέρες τηλεοπτικών τσαμπουκάδων, χάριν του θεάματος, τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης κατάφεραν τελικά να βγουν από το δήθεν αδιέξοδο, καθώς οι «ανυποχώρητοι» Βενιζέλος και Κουβέλης τελικά υποχώρησαν, και ο «αποφασισμένος» Σαμαράς ενέδωσε στις πιέσεις για περιορισμένη λειτουργία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων έως την ίδρυση του νέου φορέα. Έτσι, το κυβερνητικό Τρίο Στούτζες κατάφερε να ικανοποιήσει την εκλογική του πελατεία, ο καθένας με διαφορετικό βέβαια τρόπο, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ επιδόθηκαν σ’ έναν ανταγωνισμό καπελώματος των πολιτών που στέκονται αλληλέγγυοι με την παρουσία τους στα κτίρια της ΕΡΤ σε όλη τη χώρα. Από την άλλη, η Χρυσή Αυγή επιδόθηκε σ’ αυτό που ξέρει να κάνει καλά: στην ολοφάνερη στήριξη της κυβέρνησης με τους γνωστούς της τακτικισμούς του «ναι μεν, αλλά» που ελπίζει πως θα αποκρύψουν την βαθιά συστημικότητα της τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές.
Ενώ λοιπόν, αρχικά, η Νέα Δημοκρατία φαινόταν πως επιθυμεί είτε την άμεση προσφυγή στις κάλπες είτε την εμπέδωση της κυριαρχίας της στον κυβερνητικό συνασπισμό, φαίνεται πως η πίεση α) από ένα μέρος της κοινωνίας, β) τους δανειστές (βλέπε άρθρο New York Times για πάγωμα δόσεων [3]), γ) από τον διεθνή τύπο (δεκάδες εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί, δίκτυο EBU [4]), δ) από την εγχώρια οικονομική ελίτ (βλέπε αρθρογραφία μεγάλων ιδιωτικών μέσων), την οδήγησαν σε μια προσωρινή συμβιβαστική λύση μεταξύ των τριών, την οποία διευκόλυνε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας [5] για κατάργηση της ΕΡΤ, απόλυση των εργαζομένων, αλλά «συνέχιση της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και λειτουργία διαδικτυακών μέσων από δημόσιο φορέα για το χρονικό διάστημα έως τη σύσταση και λειτουργία του νέου φορέα» (απόφαση για την οποία δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τους πανηγυρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ).
Το βέβαιο είναι πως (και) αυτή η κυβέρνηση θα είναι βραχύβια, αφού σύντομα θα ζητήσει τη «νωπή λαϊκή εντολή», ώστε ν’ αντιμετωπίσει επικοινωνιακά (μέσω της τεχνητής ασυμφωνίας των πολιτικών κατευθύνσεων ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) τη νέα «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που θα δημιουργηθεί (όπως έχουμε ήδη αναλύσει στο κείμενο «Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα, μια επικαιροποίηση στο φως των νέων εξελίξεων» [6]). Ήδη, άλλωστε, σχηματοποιούνται οι νέες συμμαχίες στον κοινοβουλευτικό χάρτη, με τη Νέα Δημοκρατία να κινείται ολοένα και εντονότερα προς τη Χρυσή Αυγή και τη δεύτερη να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ψευδεπίγραφη εικόνα της «αντισυστημικής» δύναμης, πριν καταλήξει στην κυβερνητική συνεργασία με το ακροδεξιό συνοθύλευμα Νέας Δημοκρατίας, (στην πραγματικότητα πρώην) ΛΑ.ΟΣ.
Από την άλλη, η Αριστερά αποδεικνύεται (για μια ακόμη φορά) ανίκανη να διαχειριστεί την ιστορική ευκαιρία που της παρουσιάζεται, κάνοντας μια στροφή προς τη συντήρηση, αντί να ριζοσπαστικοποιείται. Επιδιώκοντας να διευρύνει το εκλογικό του πελατολόγιο ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να προτιμά την αφάλεια της αντιγραφής παλιών δοκιμασμένων συνταγών, και συγκεκριμένα του νεκρού ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 90, αντί να έχει το θάρρος να στραφεί προς αυτό που γεννιέται στην κοινωνία. Ακολουθώντας την πάγια τακτική του καπελώματος των κοινωνικών αγώνων, της «νομιμοφροσύνης» και της υπακοής στην κομματική (εκ των άνωθεν προσδιορισμένη) γραμμή και τις επιταγές της κοινωνίας του θεάματος, η Αριστερά σήμερα, του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου, κατάντησε ένα brand name, κενό περιεχομένου, μέρος ενός κόσμου που οι κοινωνίες αφήνουν σιγά σιγά οριστικά πίσω τους. (Ενδεικτικά, καθώς μοιράζα φυλλάδια σχετικά με το νερό ως δημόσιο αγαθό, μια ηλικιωμένη κυρία μου είπε θυμωμένη: «δεν ήρθαμε εδώ για τα κομματικά σας», θεωρώντας πως ανήκω σε κάποιο κόμμα. Αυτό, οι στελεχάρες των κομμάτων, δεν το αντιλαμβάνονται).
Όσο κοιτάμε προς τα πάνω μόνο σκοτάδι βλέπουμε. Φρούδες ελπίδες, ματαιώσεις, ξεθωριασμένους ηγετίσκους, (παρα)πολιτική του σαλονιού, των πάνελ και των εκλογικών μπαλκονιών. Είναι συνειδητή, λοιπόν, η επιλογή μας να κοιτάξουμε προς τα κάτω και στην περίπτωση της ΕΡΤ. Όχι στις διοικήσεις της, ούτε στις φίρμες που παρελαύνουν στα παράθυρα της, αλλά στους εργαζόμενους, στους πολίτες που επιθυμούν να συνδράμουν, σ’αυτούς που οραματίζονται κοινωνικά μέσα ενημέρωσης, στους μόνους φορείς δημιουργίας.
ΕΡΤ_Η προοπτική της δημόσιας τηλεόρασης
Καθώς ένα απο τα βασικά χαρακτηριστικά της τηλεόρασης σαν μέσου είναι ο διαχωρισμός του πομπού απ’ τον δέκτη, και η ενισχυμένη εξουσία του πρώτου εις βάρος του δεύτερου, είτε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε οριστικά κάθε χρήση του μέσου, είτε να επιδιώξουμε την όσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχή του μέχρι πρότινος δέκτη σε ό,τι προβάλλει ο πομπός. Είναι ίσως η πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες που βρισκόμαστε μπροστά σε μια υπέροχη ευκαιρία κατάληψης και κοινωνικοποίησης ενός τόσο μεγάλου κρατικού μηχανισμού. Η ΕΡΤ αυτή τη στιγμή βρίσκεται περισσότερο από ποτέ στα χέρια των εργαζομένων και μακριά απ’ αυτά των υπουργών και των διοικητικών εντολοδόχων που διορίζουν κάθε τόσο [7]. Φυσικά, δεν είμαστε βέβαιοι αν πράγματι οι εργαζόμενοι έχουν –και για πόσο- τη διάθεση να προχωρήσουν σ’ ένα τόσο σημαντικό βήμα. Ξέρουμε πως δεν έχουν πια τίποτε να χάσουν, τουλάχιστον οι περισσότεροι-ες εξ’ αυτών. Επίσης, δεν είμαστε βέβαιοι αν το κίνημα έχει τη διάθεση να συμμετάσχει σε μια κατάσταση τόσο συγκρουσιακή με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και ποιές θα είναι οι αντοχές του, με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας να βρίσκεται σε χρόνια πολιτική νάρκωση. Ξέρουμε πως θα έπρεπε να το έχει κάνει εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που θα προσπαθήσουμε να δούμε είναι αν όντως αξίζει τον κόπο, θέτοντας παράλληλα κάποιες ενδεικτικές προτάσεις.
Καταρχάς, τι ακριβώς σημαίνει κοινωνικοποίηση και αυτοδιαχείριση ενός δημόσιου μέσου επικοινωνίας; Τίποτε λιγότερο από πλήρη ανεξαρτητοποίηση, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, κατάργηση κάθε ιεραρχικής σχέσης και αποδέσμευση από σχέσεις εξάρτησης με το Κράτος, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και κάθε λογής κεφαλαιούχο που επιθυμεί να διαφημίσει τα προϊόντα του, υλικά ή άυλα. Πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί; Ως γνωστόν, μέχρι πριν μια εβδομάδα η ΕΡΤ χρηματοδοτούνταν από τους φορολογούμενους μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ και από τις διαφημιζόμενες εταιρίες. Τα έξοδα της, με την υπερκοστολόγηση, της παχυλές αμοιβές διαφόρων, και τις αδικαιολόγητες σπατάλες ξεπερνούσαν κατά πολύ τις πραγματικές οικονομικές ανάγκες για την ομαλή της λειτουργία. Εφόσον, λοιπόν, η ελληνική κοινωνία πράγματι επιθυμεί ένα ολοδικό της βήμα, θα πρέπει και να το στηρίξει χρηματοδοτώντας το, με ελεύθερη συνεισφορά. Για το κόστος λειτουργίας ενός τόσο μεγάλου οργανισμού, φυσικά, και την αναπροσαρμογή των εξόδων οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ θα μπορούσαν να καταθέσουν πολύ περισσότερες προτάσεις και διεξόδους. Μια απλή σκέψη όμως είναι η εξής: αν 3 εκατομμύρια πολίτες συνέχιζαν ν’ αποδίδουν τέσσερα ευρώ το μήνα στην ΕΡΤ, τότε 12 εκατομμύρια ευρώ κάθε μήνα θα ήταν μάλλον αρκετά ώστε ν΄αποφευχθεί κάθε υποχώρηση προς τον κόσμο του μάρκετινγκ και της προώθησης του καταναλωτισμού. Ποιός θα παίρνει τις αποφάσεις; Εφόσον υπάρχει η προοπτική της αυτοδιαχείρισης, τότε οι ήσσονος σημασίας αποφάσεις για τη λειτουργία της μπορούν να λαμβάνονται από τις συνελεύσεις των εργαζομένων, και οι μείζονος σημασίας (αφού το μέσο ανήκει σε όλους) σε ανοιχτές συνελεύσεις με τη δυνατότητα συμμετοχής μέσω διαδικτύου που θα θέτουν προτάσεις προς διαδικτυακή ψηφοφορία (ώστε να μην περιορίζεται η συμμετοχή μόνο στη φυσική παρουσία που δεν είναι εφικτή για όλους-ες).
Ποιοί θα έχουν το δικαίωμα του λόγου στο δημόσιο μέσο; Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δεδομένη την ελευθερία του λόγου, αναγνωρίζοντας παράλληλα σε μια ελίτ «διάσημων» την αποκλειστικότητα στην εκφορά του δημόσιου λόγου που απευθύνεται στις μάζες. Οι κατασκευασμένες περσόνες, που συνήθως προέρχονται απ’ το χώρο του κοινοβουλίου, του αθλητισμού, του πολιτισμού, της νομικής επιστήμης, αποτελούν συνήθως τις προσκεκλημένες αυθεντίες των τηλεπαραθύρων, άνθρωποι που τις περισσότερες φορές δεν έχουν τίποτε να πουν. Αυτοί μιλούν εξ ονόματος της κοινής γνώμης, σχηματίζοντας την κοινή γνώμη, ακριβώς επειδή έχουν επιλεχθεί για να επιτελέσουν αυτόν το ρόλο. Χιλιοειδωμένες φάτσες που αναπαράγουν χιλιοειπωμένες αρλούμπες εισβάλλουν καθημερινά στη ζωή των παθητικών δεκτών, αιμοδοτώντας την μισοπεθαμένη κυρίαρχη κουλτούρα της ηλιθιότητας που μας περικυκλώνει. Η λειτουργία αυτή είναι απολύτως φυσιολογική για ένα κρατικό μέσο, που λειτουργεί σαν μηχανισμός διαιώνισης της κρατικής κυριαρχίας. Για ένα δημόσιο/κοινωνικό όμως; Γιατί η γνώμη του Άδωνι και της συζύγου του είναι περισσότερο σημαντική από την άποψη του δασκάλου, της σερβιτόρας, του επιπλοποιού, της νοσοκόμας, του τεχνικού υπολογιστών, του κτηνοτρόφου, της φοιτήτριας; Βασικό χαρακτηριστικό ενός δημόσιου μέσου είναι η ελεύθερη συμμετοχή σε αυτό, να είναι δηλαδή βήμα της κοινωνίας στο σύνολό της και όχι, κατ’ αντιστοιχία των ιδιωτικών συμφερόντων μέσων, βήμα μιας κλειστής σέχτας μαϊντανών. Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό; Μέσω της ελεύθερης δήλωσης συμμετοχής στις εκάστοτε θεματικές ή μη εκπομπές, και της επιλογής των προσώπων μέσω κλήρωσης.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η ερευνητική δημοσιογραφία που, στις μέρες της κυριαρχίας του διαδικτύου εις βάρος των άλλων μέσων, είναι ο τομέας στον οποίο τα τηλεοπτικά και έντυπα ενημερωτικά δίκτυα ολόκληρου του πλανήτη ρίχνουν μεγάλη βαρύτητα ώστε να προτάξουν -κατά το δυνατόν- την ποιότητα απέναντι στην ποσότητα της μπλογκόσφαιρας. Ποιός λοιπόν μπορεί ν’ αποφασίζει για τα θέματα τα οποία θα ερευνούν οι εργαζόμενοι ενός δημόσιου μέσου, αν όχι οι ίδιοι οι πολίτες στους οποίους απευθύνονται; Θα μπορούσε κάλλιστα να διεξάγεται μια ηλεκτρονική ψηφοφορία πχ κάθε μήνα, η οποία θα θέτει στην κρίση των ενδιαφερόμενων πολιτών τα ζητήματα αυτά που θα απασχολήσουν τις έρευνες των δημοσιογράφων. Μάλιστα, σε ανάλογο φόρουμ, οι πολίτες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην έρευνα προσθέτοντας πληροφορίες, απόψεις, οπτικοακουστικό υλικό, μειώνοντας το κόστος και τον δαπανούμενο χρόνο και αυξάνοντας παράλληλα τις πηγές και την αξιοπιστία των ερευνών.
Πώς θα μπορούσαν να μειωθούν τα έξοδα χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα; Καθώς το βασικό (υποκριτικό) επιχείρημα της κυβέρνησης εναντίον της λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι το οικονομικό της κόστος, αναρωτιόμαστε: γιατί η ΕΡΤ δαπανά εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο ώστε να προβάλλει αθλητικούς αγώνες ανώνυμων εταιριών; Kαθώς στόχος του δημοσίου μέσου δεν είναι η κερδοσκοπία, αλλά η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε τι ακριβώς προσφέρει η παρουσίαση του εταιρικού ανταγωνισμού, πέρα από αρκετά εκατομμύρια ευρώ στις τσέπες απατεώνων; Στη θέση του, φυσικά, θα μπορούσαν να προβληθούν αθλητικές εκδηλώσεις κάθε είδους, των εκατοντάδων ερασιτεχνικών σωματείων σε ολόκληρη τη χώρα.
Μια ακόμη πιθανότητα συμμετοχής των πολιτών στο πρόγραμμα της δημόσιας τηλεόρασης είναι το παιδικό πρόγραμμα, το οποίο έχουμε συνηθίσει να δημιουργείται από ενήλικες με αποδέκτες τα παιδιά. Θεωρεί κανείς πως τα παιδιά, με απλή βοήθεια των ενηλίκων, δεν θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν τη φαντασία, την ενέργεια, τον αυθορμητισμό, τα όνειρα τους μέσω ενός δημόσιου μέσου; Πιστεύει κανείς πως ένα διαθεματικό project διάρκειας ενός έτους με στόχο την παραγωγή μιας μόνο τηλεοπτικής εκπομπής για κάθε σχολικό τμήμα δεν θ’ αποτελούσε μέσο ανάπτυξης των κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων των παιδιών, παράλληλα με το ισχυρό κίνητρο που θα έδινε η δημόσια προβολή του έργου τους;
Όλα τα παραπάνω είναι ασφαλώς απλά πρώτες σκέψεις, αποτελούν όμως μια ένδειξη πως η προοπτική του αγώνα για την κοινωνικοποίηση της ΕΡΤ δεν θα ήταν ούτε μάταιος, ούτε βέβαια εύκολος. Αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες που ήδη συναντούν οι απολυμένοι εργαζόμενοι και, στεκόμενοι αλληλέγγυοι, τους καλούμε σ’ έναν αγώνα για νίκη όχι απλά εργατική, αλλά ουσιαστικά επαναστατική. Οι κάθε λογής πολιτικάντηδες δίνουν και θα συνεχίσουν να δίνουν έναν αγώνα για την πάρτη τους, για τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα, για τ΄αφεντικά τους. Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη νύχτα των άλλων;
“Αν οι προτάσεις μας έχουν έναν τόνο εξωπραγματικό, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ουτοπικές, αλλά επειδή είναι ισχυρές οι δυνάμεις που τις αντιμάχονται.”[8] Ας προσπαθήσουμε για το αδύνατο, πριν γίνει αδιανόητο.Παραπομπές
[1]ΕΛ.ΣΤΑΤ, πρώτο τρίμηνο 2013 http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0101/PressReleases/A0101_SJO01_DT_QQ_01_2013_01_F_GR.pdf
[2]Εφημερίδα των Συντακτών,ΕΡΤ: τα 10 «παραμύθια» μιας μετέωρης κυβέρνησης http://www.efsyn.gr/?p=61005
[3]New York Times, Greek Leaders to Meet in Effort to Save Government http://www.nytimes.com/2013/06/17/world/europe/greek-leaders-to-meet-in-effort-to-save-government.html?_r=0
[4]Guardian, ERT shutdown: EBU urges EU leader to overturn Greek government decision http://www.guardian.co.uk/media/2013/jun/13/ert-shutdown-ebu-urges-eu-overturn?INTCMP=SRCH
[5]Aπόφαση ΣτΕ http://news.in.gr/files/1/2013/06/17/steert.pdfhttp://news.in.gr/files/1/2013/06/17/steert.pdf
[6] eagainst.com, Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα http://eagainst.com/articles/austerity_measures_updated/ )
[7]athens.indymedia.org, Φάκελος «οι διορισμοί του Σαμαρά στην ΕΡΤ» https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1477056
[8] Χέρμπερτ Μαρκούζε, “Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος”, 1964
Συνδιαμόρφωση κειμένου από: Efor, Ian Delta, AngelV,John Kaps
Πηγή: Eagainst.com
Η διαταγή του ΣτΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου